- ευαγγελιστής
- ο, θηλ. ευαγγελίστρια (ΑΜ εὐαγγελιστής, θηλ. εὐαγγελίστρια) [ευαγγελίζομαι]κάθε ένας από τους συγγραφείς τών τεσσάρων ιερών Ευαγγελίων, τα οποία περιέχονται στον κανόνα τής Καινής Διαθήκης (δηλ. οι απόστολοι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης)νεοελλ.1. αυτός που ανήκει στον ευαγγελικό κλάδο τού δόγματος τών Διαμαρτυρομένων, τού οποίου οι οπαδοί απορρίπτουν την παράδοση και παραδέχονται ως μόνη πηγή τής χριστιανικής πίστεως τα Ευαγγέλια, ο Ευαγγελικός2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Ευαγγελίστρια και Βαγγελίστραη Παναγία Θεοτόκοςμσν.διάκονος ή ιερέας που διαβάζει το Ευαγγέλιο ή τον Απόστολο στην εκκλησίαμσν.-αρχ.αυτός ή αυτή που φέρνει καλές ειδήσεις, χαρμόσυνες αγγελίεςαρχ.1. αυτός που κηρύσσει το Ευαγγέλιο («ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῡ», ΚΔ)2. αυτός που μαντεύει, που εξαγγέλλει χρησμούς3. συνεκδ. το Ευαγγέλιο.
Dictionary of Greek. 2013.